κληματαριά

κληματαριά
Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ γνωστή από τους αρχαίους. Σήμερα κ. καλλιεργούνται ιδιαίτερα στην Ιταλία, στη νότια Γαλλία και, σε μικρότερη κλίμακα, στην Ελλάδα. Μειονέκτημα της κ. είναι ότι δεν είναι πολύ πρόσφορη στο θειάφισμα, έχει όμως το πλεονέκτημα να είναι ανθεκτική, περισσότερο από τα συνηθισμένα φυτά των αμπελιών, στους κίνδυνους καταστροφής από τους ανοιξιάτικους παγετώνες. Βλ. λ. αμπέλι. Κληματαριές στις Αρχάνες του Ηρακλείου Κρήτης.
* * *
η
1. ονομασία που δίνεται σε κλήμα το οποίο καλλιεργείται με τέτοιο τρόπο ώστε το φύλλωμά του να σχηματίζει ένα σκιερό στρώμα πάνω από το έδαφος και να κλαδεύεται έτσι ώστε οι καρποφόροι κλάδοι να απέχουν αρκετά από το έδαφος, αναδενδράδα, κρεβατίνα, περγουλιά
2. συνεκδ. το κατασκεύασμα από δοκούς πάνω στους οποίους απλώνονται τα κλαδιά αναρριχώμενης αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλήμα, -ατος + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδ-αριά, συκωτ-αριά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κληματαριά — η αμπέλι που τα κλαδιά του αναρριχώνται σε τοίχους ή φράχτες ή απλώνονται σε οριζόντια δοκάρια, κρεβατίνα: Έκοψε τα σταφύλια της κληματαριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • κληματερός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κληματαριά ή προέρχεται από κληματαριά («κληματερά σταφύλια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλήμα, ατος + επίθημα ερός*] …   Dictionary of Greek

  • κρεβατίνα — η 1. ξύλινη ή μεταλλική σχάρα πάνω στην οποία απλώνεται η κληματαριά 2. η κληματαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + κατάλ. ίνα (πρβλ. κασετ ίνα, σοκολατ ίνα)] …   Dictionary of Greek

  • -αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • αμάμαξυς — ἀμάμαξυς ( υος και υδος), η (Α) κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους 2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως,… …   Dictionary of Greek

  • αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • αναδενδρίτης — ἀναδενδρίτης (ενν. οἶνος), ο (Α) [ἀναδενδράς] (κρασί) που παράγεται από αναδενδράδα, από κληματαριά …   Dictionary of Greek

  • αστύλωτος — η, ο (Α ἀστύλωτος, ον) [στυλώ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στερεωθεί με στύλο ή στύλους («αστύλωτη κληματαριά») 2. εκείνος που δεν έχει στυλωθεί ή που δεν έχει τονωθεί με φαγητό ή ποτό αρχ. (για πλοίο) ανερμάτιστος …   Dictionary of Greek

  • ησκιώνω — [ήσκιος] 1. (μτβ. και αμετβ.) σκιάζω, απλώνω τη σκιά μου πάνω σε κάτι («η κληματαριά ησκιώνει την είσοδο») 2. (για σύννεφα) σκιάζω ή αποκρύπτω κάτι με τη σκιά μου 3. προκαλώ δυσάρεστη ατμόσφαιρα, καλύπτω κάτι με πέπλο ψυχικής ψυχρότητας («το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”